- ἐπίπεμψιν
- ἐπίπεμψιςa sending tofem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίπεμψις — ἐπίπεμψις, ἡ (Α) [επιπέμπω] 1. αποστολή σ’ έναν τόπο («δια τήν... ἐπί πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν», Θουκ.) 2. επίσκεψη … Dictionary of Greek